εξασθενητικός

εξασθενητικός
-ή, -ό
επίρρ. που προκαλεί εξασθένηση (εξάντληση, κατάπτωση), εξαντλητικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξασθενητικός — ή, ό [εξασθένηση] αυτός που προκαλεί εξασθένηση, κατάπτωση, εξάντληση («εξασθενητική δίαιτα») …   Dictionary of Greek

  • αεργός — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”